βρέφος

βρέφος
βρέφος
Grammatical information: n.
Meaning: `newborm child, young of an animal' (Il.).
Compounds: βρεφο-κτόνος `child-killing' (Lyc.)
Derivatives: βρεφώδης `childish' (Ph.), βρεφόθεν `from childhood' (Eust.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [485] *gʷerbʰ-\/gʷrebʰ- `child, young'
Etymology: Cf. OCS žrěbę, žrěbьcь `foal', with βρέφος \< *gʷrebh-, žrěbę \< *gʷerbh- (w. regular slav. metathesis). Uncertain Nur. brommach `foal' (\< *gurombhākos); on Skt. gárbha- `womb' s. δελφύς.
Page in Frisk: 1,266

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βρέφος — babe in the womb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το το νεογέννητο, το μωρό: Τα βρέφη χρειάζονται απαραίτητα τη μητέρα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θείον Βρέφος — Όρος της χριστιανικής θεολογίας που χαρακτηρίζει τον Ιησού σε νηπιακή ηλικία. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη ζωγραφική και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, προκειμένου για πίνακες ή φορητές εικόνες, που απεικονίζουν τον Ιησού με την Παναγία. «Η Παναγία …   Dictionary of Greek

  • βρέφει — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρέφεϊ , βρέφος babe in the womb neut dat sg (epic ionic) βρέφος babe in the womb neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέφη — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίοιν — βρέφος babe in the womb neut gen/dat dual βρεφύλλιον neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίοις — βρέφος babe in the womb neut dat pl βρεφύλλιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίου — βρέφος babe in the womb neut gen sg βρεφύλλιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίων — βρέφος babe in the womb neut gen pl βρεφύλλιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίῳ — βρέφος babe in the womb neut dat sg βρεφύλλιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”